- ναρδῖτις
- ναρδῖτις βοτάνη, a variety of νάρδος, Gal.10.911.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναρδίτις — ναρδῑτις, ἡ (Α) φρ. «ναρδῑτις βοτάνη» κατώτερης ποιότητας ποικιλία τού φυτού νάρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος «είδος αρωματικού λαδιού» + επίθημα ῖτις (πρβλ. θαμν ίτις, μηκων ίτις)] … Dictionary of Greek